Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γηθαλέος — γηθαλέος, α, ον (Α) [γηθέω] καταχαρούμενος, περιχαρής … Dictionary of Greek
γηθαλέους — γηθαλέος joyous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)